ἰσάμιλλα

ἰσάμιλλα
ἰσάμιλλος
equal in the race
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ισάμιλλος — ἰσάμιλλος, ον (Α) 1. ισόπαλος σε αγώνα, κυρίως δρόμου 2. αυτός που συναγωνίζεται επί ίσοις όροις 3. εφάμιλλος, ισότιμος 4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ισάμιλλα με ισόπαλο αποτέλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άμιλλος (< ἅμιλλα), πρβλ. εν άμιλλος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”